- ἐπίκλυστος
- ἐπίκλυστοςfloodedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίκλυστος — ἐπίκλυστος, ον (Α) [επικλύζω] αυτός που κατακλύζεται από νερό, που υπόκειται σε πλημμύρες, ο πλημμυριζόμενος … Dictionary of Greek
ἐπίκλυστον — ἐπίκλυστος flooded masc/fem acc sg ἐπίκλυστος flooded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλύστοις — ἐπίκλυστος flooded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλύστου — ἐπίκλυστος flooded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκλυστα — ἐπίκλυστος flooded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)